- προσεκπονηθέν
- προσεκπονέωwork outaor part pass neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεκπονώ — έω, Α εκπονώ, επεξεργάζομαι επιπροσθέτως, ολοκληρώνω (α. «τὸ προσεκπονεῑν ζητούντα τὴν ἀλήθειαν», Κλήμ. β. «νόσον νοσῶν νεφρῑτιν, ἧς τὸ μὴ προσεκπονηθὲν λεῑμμα ποιεῑσθαι δίκαιόν ἐστι», Πλούτ.) … Dictionary of Greek